Περιηγηθείτε στο χωριό μέσω του συνδέσμου της Google:https://www.google.gr/maps/@37.56057,22.0294143,3a,90y,169.98h,95.34t/data=!3m6!1e1!3m4!1synjlzHq-4GZ8yIVsd0xhMQ!2e0!7i13312!8i6656
Τοπογραφία
Τoυ Μάρκoυ είvαι χτισμέvo στoυς πρόπoδες τoυ όρους Μελικάγκoυρo, σε 900 μ. υψόμετρo, και βρίσκεται εννέα (9) χιλιόμετρα νότια της Δημητσάνας. Η βουνοκορφή του Μελικάγκουρου μαζί με την γειτονική βουνοκορφή της Εχτίχοβας, αποτελούν την δυτικότερη απόληξη του ορεινού όγκου του όρους Μαίναλον, η κορυφή του οποίου βρίσκεται στο κέντρο περίπου του νομού Αρκαδίας, και ο μεγαλύτερος όγκος του απλώνεται στα νοτιοδυτικά του νομού.
Η θέση του χωριού στην πλαγιά που είναι χτισμένο, το κάνει να είvαι ένα από τα ελάχιστα χωριά πoυ συvαvτάει καvείς με τόσo μεγάλη θέα. Από τoυ Μάρκoυ τo βλέμμα τoυ επισκέπτη πλαvιέται και αγvαvτεύει όλov τov oρίζovτα σε γωvία 180 μoιρώv. Ξεκιvώvτας από τα αvατoλικά, βλέπει τις νότιες απολήξεις του ελατόφυτου Μαίναλου, στα νότια έχει θέα όλη τηv περιoχή τoυ κάμπoυ της Μεγαλόπoλης μέχρι τo Λεovτάρι και τov Ταΰγετo, όλη τηv oρoσειρά του Λύκαιου όρους ή Διαφόρτι με τα διάσπαρτα χωριά του, και δυτικά παρακoλoυθώvτας όλη τη διαδρoμή τoυ Αλφειoύ, τo βλέμμα καταλήγει στo Iόvιo Πέλαγoς και στη Ζάκυvθo, η θέα της oπoίας είvαι πιο έvτovη τις απoγευματιvές ώρες και ιδίως στo ηλιoβασίλεμα.
Ερευνώντας τη δυνατότητα προσδιορισμού του εμβαδού της συνολικής έκτασης γης, η οποία ανήκει στην ιδιοκτησία των κατοίκων του Μάρκου, με οδηγό μας μια αεροφωτογραφία της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού υπολογίσαμε ότι, από Βορά προς Νότο η περιοχή αυτή έχει μήκος τρία περίπου χιλιόμετρα, από Ανατολή προς Δύση επίσης τρία περίπου χιλιόμετρα, σύνολο εννέα τετραγωνικών χιλιομέτρων. Επειδή όμως οι διαστάσεις αυτές απορρέουν από την μέτρηση του ορίζοντα στην επιφάνειας της γης σε ευθεία γραμμή, γίνεται φανερό ότι το τελικό υπολογιζόμενο αποτέλεσμα των εννέα τετραγωνικών χιλιομέτρων, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποτυπώνει το καθαρό εμβαδόν της συνολικής έκτασης. Συνυπολογίζοντας τη μορφολογία του γεωλογικού ανάγλυφου της περιοχής αυτής, των αρκετών μικρών λοφίσκων που υπάρχουν στην εξεταζόμενη περιοχή και των επικλινών εδαφών τους, γίνεται αντιληπτό ότι, μία ενδεχόμενη επιστημονική μέτρηση του εδάφους αυξάνει την έκταση γης του χωριού αρκετά.
Η προέλευση του ονόματος του χωριού
Αναφορικά με το όνομα του χωριού, αναμφισβήτητα αυτό θα πρέπει να είναι απόλυτα ταυτισμένο με τον πρώτο κάτοικό του και τους απογόνους του. Δεν αναφερόμαστε βέβαια σε ολιγομελείς νομάδες που κατά καιρούς κατοικούσαν πρόσκαιρα στον τόπο αυτό και αργότερα αποχωρούσαν. Αναφερόμαστε στον Μάρκο εκείνο ο οποίος στον τόπο αυτό βρήκε έφορο έδαφος, κατάλληλο για την καλλιέργεια δημητριακών, για τη βοσκή των κοπαδιών του, για τη δημιουργία αμπελοκαλλιεργειών, και καλό κλίμα για τη μόνιμη κατοίκησή του στο χώρο. Εγκαταστάθηκε μόνιμα λοιπόν στον τόπο αυτό, τον οριοθέτησε, τον έκανε δικό του και στη συνέχεια τον παρέδωσε στους απογόνους του. Εκείνοι με τη σειρά τους, όταν στις επαφές τους με τους γείτονές τους χρειαζόταν να αναφερθούν στον τόπο τους, στην περιοχή που κληρονόμησαν από τον κοντινό ή τον μακρινό πρόγονό τους, την ονόμαζαν «στου Μάρκου». Από τότε, το τοπωνύμιο «στου Μάρκου» έμεινε χαραγμένο στο έδαφος και μέχρι σήμερα προσδιορίζει αφενός την περιοχή στην οποία είναι χτισμένος ο οικισμός του χωριού, και αφετέρου την περιοχή ιδιοκτησία γης των κατοίκων του.Όσον αφορά την καταγωγή του, δεν θεωρούμε απίθανο να ήταν κάτοικος της γειτονικής αρχαίας Γόρτυνας, να ήταν καλός γνώστης της περιοχής, ενδεχομένως να είχε και κάποιου είδους μικρή ή μεγάλη ιδιοκτησία στην περιοχή αυτή, ο οποίος εγκαταστάθηκε εκεί μέσα στα χρόνια της παρακμής της πάλαι ποτέ ακμάζουσας αρχαίας Γόρτυνας.
Η δημιουργία του τοπωνυμίου «του Μάρκου»
Η χρονική περίοδος κατά την οποία δημιουργήθηκε το τοπωνύμιο «του Μάρκου», αν και μας είναι άγνωστη, θα πρέπει να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την έλευση των Σλάβων. Είναι γνωστό ότι η έλευση των Σλάβων και η μόνιμη εγκατάστασή τους ξεκίνησε τον 6ο αιώνα και ολοκληρώθηκε γύρω στον 8ο. Στο μακρύ αυτό χρονικό διάστημα των δύο και πλέον αιώνων, έχει ιστορικά καταγραφεί ότι οι φτωχοί και ειρηνικοί εισβολείς του βορά, ποιμένες οι περισσότεροι στο επάγγελμα, ήρθαν νομαδικά με τα κοπάδια τους και τα οικόσιτά τους.
Εγκαταστάθηκαν σε μέρη ακατοίκητα, σε μέρη πιθανόν εγκαταλελειμμένα από τον ντόπιο πληθυσμό, ή ακόμη σε μέρη με ελάχιστους ντόπιους κάτοικους. Εκεί οι Σλάβοι έφτιαξαν την απαιτούμενη αναγκαία υποδομή σε οικισμούς και καλύβες και εγκαταστάθηκαν. Έχει επίσης ιστορικά καταγραφεί ότι οι φτωχοί εισβολείς του βορά, έζησαν κοντά στον ντόπιο πληθυσμό ειρηνικά και αρμονικά, και στο πέρασμα των αιώνων τελικά ενσωματώθηκαν με αυτόν. Η Ζέρζοβα (σήμερα Παναγιά), η Στρούζα (Ριζοσπηλιά), η Τρεστενά (Μελισσόπετρα), η Αράχωβα, ο Βλόγγος, η Ζάτουνα, η Δημητσάνα η Στεμνίτσα, το Μουλάτσι (Ελληνικό), η Καρύταινα, και άλλα γύρω από του Μάρκου χωριά, για το όνομα των οποίων οι ιστορικοί έχουν αποφανθεί ότι είναι σλαβικής προέλευσης, είναι η αδιάψευστη μαρτυρία για του λόγου το αληθές. Εγκαταστάθηκαν λοιπόν οι Σλάβοι στους τόπους αυτούς, και τους έδωσαν ονόματα από τη δική τους γλώσσα.
Στην περιοχή του Μάρκου δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι συνέβη κάτι τέτοιο. Την εποχή εκείνη, οι αρκετοί απόγονοι του Μάρκου είχαν διασκορπιστεί μέσα στην περιοχή του χωριού, είχαν φτιάξει τα σπίτια και τις καλύβες τους, και δεν υπήρχε χώρος για να παραχωρηθεί στους ξένους. Στο Σαραντομπό, στις Μαργαρίτες, στην περιοχή της Βροντούς, στη Δάφνη, στου Παπά το Αλώνι, στη Μυγδαλιά, στο Μετόχι, και στου Πασκάμπα, περιοχές που οριοθετούν τη σημερινή περιοχή του χωριού, βρίσκονται τα ερείπια των λιθόκτιστων καλυβών, κατάλοιπα της νομαδικής κατοίκησης των απογόνων του Μάρκου. Μέσα στις Λάκκες, στην πιο εύφορη περιοχή του χωριού, στης Μήτσαινας, στο Διάσελο, στο Φραντζάτο, στου Πατά, στου Παυλωτά, στα Καλυβάκια, στα Λιοπλαίϊκα, στην Τσάπα, στου Λιβάνη, στου Θανασιού, στο Πηγαδάκι και αλλού, επίσης διάσπαρτα βρίσκονται τα ερείπια όχι μόνο των λιθόκτιστων καλυβών, αλλά και των κτηρίων της επόμενης εποχής, αυτά που σήμερα ονομάζουμε ληνούς. Οι ληνοί ήταν κτήρια πιο σύγχρονα από τις καλύβες, χτίστηκαν με πέτρα και με λάσπη και οι περισσότεροι ήταν δύο ορόφων. Το ανώγειο διαμορφώθηκε έτσι ώστε να καλύπτει τις ανάγκες της οικογένειας, ενώ το ισόγειο για τα οικόσιτα ζώα τους και για αποθηκευτικούς χώρους.
Όταν κατέφτασαν οι Σλάβοι στην περιοχή του χωριού, οι απόγονοι του Μάρκου που είχαν γίνει πολλοί και είχαν οργανωθεί πολύ καλά μέσα στην περιοχή τους, δεν διέθεταν περίσσευμα χωραφιών ώστε να τα παραχωρήσουν στους ξένους. Έτσι οι Σλάβοι εκείνοι που ήρθαν να εγκατασταθούν ακριβώς δίπλα από τους Μαρκιώτες, αναγκάστηκαν να κατοικήσουν στην άκρη της περιοχής του χωριού, στην περιοχή της σημερινής Παλιόστερνας. Εκεί χτίσανε τον οικισμό τους τον οποίο ονόμασαν Εγκλένοβα. Αναφορικά με τον οικισμό αυτό, η τοπική παράδοση αναφέρει αόριστα ότι αυτός καταστράφηκε μάλλον από φωτιά μέσα στον 17ο ή στον 18ο αιώνα. Μετά την ολοκληρωτική καταστροφή του οικισμού, οι Εγκλενοβίτες ξανάχτισαν την Εγκλένοβα στην απέναντι όμως πλευρά, εκεί που βρίσκεται σήμερα με το νέο όνομά της Κρυονέρι. Όσον αφορά τον παλιό οικισμό, στην περιοχή της Παλιόστερνας που ονομάζεται και Παλιογκλένοβα, σώζεται ακέραιος ο ναός της Παναγίας, και γύρω από αυτόν υπάρχουν τα ερείπια της αρχικής Εγκλένοβας. Έχοντας υπόψη όλα αυτά τα δεδομένα, η χρονική περίοδος κατά την οποία δημιουργήθηκε το τοπωνύμιο «του Μάρκου», θα πρέπει να τοποθετηθεί προ του 6ου αιώνα.
Ο οικισμός του Μάρκου
Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, το χωριό αρχικά ήταν χτισμένο στην περιοχή Χαλάσματα. Αναφορικά με το χώρο αυτό, επειδή το μεγαλύτερο μέρος του είναι δασωμένο από πυκνούς θάμνους πουρναριών, η εξερεύνησή του είναι σχεδόν αδύνατη. Στο κεντρικότερο πάντως σημείο της δασωμένης αυτής περιοχής, η δική μας έρευνα εντόπισε τα ερείπια της βάσης ενός μικρού κτίσματος κατάλοιπο μάλλον του παλιού οικισμού, στο μέσον του οποίου υπάρχουν αρκετά θραύσματα κεραμικών. Οι διαστάσεις των ερειπίων του κτίσματος αυτού είναι 7,5 μέτρα μήκος, 3,90 μ. πλάτος και το πάχος του τοίχου είναι 0,60 μ. Όσον αφορά τη λιθοδομή, αυτή είναι από μικρή και μεγάλη ακανόνιστη ντόπια πέτρα. Δίπλα από το κτίσμα αυτό, υπάρχει μικρή λάκκα με ήμερο και έφορο έδαφος μέσα στην οποία υπάρχουν επίσης θραύσματα κεραμικών.
Κατά την εκτίμησή μας, η αρχική κατοίκηση του Μάρκου και των πρώτων απογόνων του, θα πρέπει να έγινε στις καλύβες. Αργότερα, κατοίκησαν στα νεότερα ενός ή δύο ορόφων κτίσματα που κατασκεύασαν πιθανότατα στον αρχιτεκτονικό τύπο των ληνών μέσα σε όλη την περιοχή των χωραφιών τους, και τέλος σε άγνωστη εποχή εγκαταστάθηκαν όλοι μαζί στον οικισμό Χαλάσματα. Λίγα μόλις μέτρα δίπλα από την περιοχή Χαλάσματα, στην περιοχή Πηγαδάκι, υπήρχε και υπάρχει ακόμη η ομώνυμη βρύση, από την οποία υδρεύονταν οι πρώτοι Μαρκιώτες.
Βορειοανατολικά και λίγα μέτρα πιο πέρα από τα Χαλάσματα, υπάρχει το γνωστό σε όλους τοπωνύμιο της Αγια-Σοφιάς. Εκεί, στο ομώνυμο χωράφι στο παρελθόν αποκαλύφτηκαν παλιά μνήματα και δίπλα από αυτά ένα μικρό κτίσμα. Με τα αδιάσειστα στοιχεία που παρουσιάζουμε μέσα στην υπό έκδοση πολυσέλιδη μελέτη μας με τίτλο «Του Μάρκου Γορτυνίας», σήμερα γνωρίζουμε ότι το κτίσμα αυτό είναι τα ερείπια του ναού της Αγίας Σοφίας. «Έτερον χωράφιον κείμενον στη Μαρουδού (Μαραδού) και είναι μία εκκλησία μέσα όνομα της Αγίας Σοφίας εγγύς εις τα αμπέλια αφιερωμένα από τον ποτέ Μανωλόπ(ου)λο Παναγιώτη με δίχως γράμμα:-». Μέσα από αυτό το ιστορικό τεκμήριο που συντάχθηκε στις 3 Μαΐου 1699, πληροφορούμαστε ότι το χωράφι της Αγια-Σοφιάς και ο ομώνυμος ναός, τότε ανήκαν στον Μαρκιώτη Παναγιώτη Μανωλόπουλο.
Λίγα μέτρα μακριά από την Αγια-Σοφιά, και υψομετρικά λίγα μέτρα ψηλότερα, υπάρχει ο ναός του Αγιο-Λιά, στον περίβολο του οποίου υπάρχει νεκροταφείο. Αυτοί οι δύο κοντινοί μεταξύ τους και κοντινοί στα Χαλάσματα τόποι, είναι βέβαιο ότι ήταν άρρηκτα συνδεδεμένοι με τον αρχικό οικισμό του χωριού που ήταν χτισμένος στα Χαλάσματα. Αργότερα και σε άγνωστη σε εμάς εποχή, οι Μαρκιώτες εγκαταστάθηκαν στη σημερινή θέση του χωριού. Από τα ιστορικά αποδεικτικά στοιχεία που μέχρι σήμερα έχουν δημοσιεύσει διάφοροι ιστορικοί, προκύπτει με σαφήνεια ότι, η εγκατάσταση των Μαρκιωτών στη σημερινή θέση του χωριού, έγινε πριν από τον 17ο αιώνα, άγνωστο όμως πότε. Μέσα στο πρώτο μισό του 17ου αιώνα (1600-1650), αρκετοί Μαρκιώτες έχουν καταγραφεί μέσα στις ιστορικές πηγές, όπως επίσης και αρκετά σπίτια του σημερινού οικισμού.
Οι πρώτοι γνωστοί Μαρκιώτες
Οι πρώτοι γνωστοί σε εμάς Μαρκιώτες, είναι εκείνοι που έζησαν στον τόπο αυτό από τις αρχές του 17ου αιώνα και ύστερα. Στις αρχές του 1600, στο χωριό ζούσαν οι εξής Μαρκιώτες. 1). Οι Ρουνταίοι, με αρκετές παραλλαγές στο επώνυμό τους όπως Ροντίας, Ρουντέας, Ρούντης, Ρουντίας, Ρουντόπουλος και Ρουτίας. Απόγονοι των Ρουνταίων θεωρούνται οι σημερινοί Μαρκιώτες Ρωμαναίοι (Ρωμανός), οι επίσης σημερινοί Λεόπουλοι (Λέος), και τέλος οι άγνωστοι Δημητρακόπουλοι. 2). Οι Κακαβαίοι (Κακαβάς), που σήμερα υπάρχουν στη Δημητσάνα, με απόγονους τους Δουληγεραίους (Δουληγέρης), που υπάρχουν στη γειτονική Μελισσόπετρα, και τους Ασημακόπουλους που υπάρχουν στο χωριό. 3). Οι Μανωλαίοι ή Μανωλόπουλοι, που σήμερα υπάρχουν στο γειτονικό Κρυονέρι, πρώην Εγκλένοβα. 4). Οι Κουμπουναίοι (Κουμπούνης), που σήμερα υπάρχουν στη γειτονική Αράχοβα. 5). Οι Μποζαίοι (Μποζάς), άγνωστοι σήμερα. 6). Οι Αρβανιταίοι (Αρβανίτης), που έζησαν στο χωριό από τα τέλη του 17ου αιώνα και ύστερα, ίσως να ήταν απόγονοι ενός από τους Αλβανούς που στα τέλη του 17ου αιώνα (1691) ως αρχιτέκτονες ή εργολάβοι ή κτίστες έχτισαν το καθολικό της νέας μονής Φιλοσόφου, ενώ στις αρχές του 18ου αιώνα έχτισαν τα κελιά του ξενώνα της ίδια μονής. 7). Oi Σαγιταίοι (Σαγίτης ή Σαγιτάς), oi Χρονόπουλοi, οι Μπακόπουλοι επίσης άγνωστοι σήμερα, και άλλοι.
Εκτός από τους προαναφερόμενους Μαρκιώτες, από τον 17ο αιώνα και ύστερα, μέσα στις ιστορικές πηγές συναντάμε πάρα πολλούς άλλους Δημητσανίτες, Ζατουνίτες και άλλους οι οποίοι είχαν μικρές ή μεγάλες ιδιοκτησίες μέσα στην σημερινή περιοχή του Μάρκου.
Ο αρχαιότερος όμως κάτοικος όλων των γνωστών Μαρκιωτών, πρέπει να είναι ο άγνωστος Παυλωτάς τον οποίο συναντάμε μέσα στις γραπτές πηγές το 1461, και ο οποίος μας άφησε το όνομά του χαραγμένο πάνω στο γνωστό σε όλους τοπωνύμιο «στου Παυλωτά».
Το τοπωνυμικό του Μάρκου
Στο 7ο Διεθνές Συνέδριο Πελοποννησιακών Σπουδών που διοργάνωσε η Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών στις 11-18 Σεπτεμβρίου 2005 στον Πύργο, στη συνεδρίαση της 17 Σεπτεμβρίου 2005 που έγινε στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου της Αμαλιάδος, μέσα στη σχετική με το θέμα ανακοίνωσή μας με τίτλο «Το χωριό της Γορτυνίας Μάρκου αναγνωριζόμενον από το τοπωνυμικόν αυτού», παρουσιάσαμε τα γεωγραφικά στοιχεία της θέσεως του χωριού, τα ονόματα των εφαπτόμενων στου Μάρκου χωριών όπου σχεδόν όλα είναι σλαβικής προελεύσεως, και φυσικά τα τοπωνύμια του Μάρκου. Στο λόγο μας παραλληλίσαμε τα τοπωνύμια αυτά με τα γύρωθεν σλαβικά και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι αποκαλύπτεται η πρότερη ζωή του χωριού και αναγνωρίζεται του Μάρκου ως ένας παλαιός μεταβυζαντινός μάλλον οικισμός, χωρίς να παρατηρείται κάποια σχετική εξάρτηση του χωριού από τους σλάβους που εγκαταστάθηκαν στη γύρω περιοχή. Η πρώτη αυτή εργασία μας με τίτλο «Τα τοπωνύμια του χωριού Μάρκου Γορτυνίας», που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Γορτυνιακά» τόμος Δ΄, Αθήναι 2007, σσ. 171-192 που εκδίδει η δημόσια Βιβλιοθήκη της Σχολής Δημητσάνης, εμπλουτισμένη και τεκμηριωμένη με πλήρη στοιχεία, με σχόλια και παρατηρήσεις θα επανεκδοθεί μέσα στην προαναφερόμενη υπό έκδοση πολυσέλιδη μελέτη μας με τίτλο «Του Μάρκου Γορτυνίας», και εκεί θα παρουσιαστεί με κάθε λεπτομέρεια το τοπωνυμικό του χωριού.
Αρχαιολογικά
Στην περιοχή του Πασκάμπα, αλλά και στη διπλανή της περιοχή «στου Καλαντζή», υπάρχουν σοβαρότατες ενδείξεις για αρχαιότητες. Στην εφημερίδα «Ζάτουνα Μάρκου-Βλόγγος», εκδότης και διευθυντής Νικόλης Φίλης, και στο φύλλο με αριθμό 2, Απρίλιος 1988, στη σελίδα 3, δημοσιεύτηκε φωτογραφία ενός αρχαίου αγγείου και ένα ανυπόγραφο άρθρο με τίτλο «Αρχαιότητες στου Μάρκου». Επειδή η είδηση έχει σπουδαία σημασία, δημοσιεύουμε ολόκληρο το σχετικό απόσπασμα. «Πρόσφατα, στο χωριό του, στου Μάρκου, ο Παν. Χριστοδουλόπουλος, βρήκε στα χωράφια του κάποια κομμάτια από αρχαία αγγεία, καθώς και ένα μικρό ακέραιο. Όλα παραδόθηκαν στη Δημητσάνα στην Αρχαιολογική Συλλογή. Σχετικά έγραψε όλος ο Τύπος της επαρχίας μας, αλλά ακόμη περιμένουμε την επίσημη άποψη του Προϊσταμένου Αρχαιοτήτων Λακωνίας για την χρονολόγηση των ευρημάτων. Στη Δημητσάνα, όπως μας είπε ο Παν. Χριστοδουλόπουλος, δεν είδε πουθενά εκτεθειμένα τα διάφορα ευρήματα της περιοχής και όταν ρώτησε, έμαθε ότι βρίσκονται στις αποθήκες». Η ύπαρξη των αρχαιολογικών αυτών ευρημάτων, είναι και σε εμάς γνωστή από τον αείμνηστο Παναγιώτη Χριστοδουλόπουλο, διότι την εποχή εκείνη είμαστε μαζί στη διοίκηση του Συλλόγου Μαρκιωτών, και μας είχε κάνει γνωστό το γεγονός αυτό ο ίδιος. Εξέφραζε μάλιστα την επιθυμία του κάποτε να ερευνηθεί από αρχαιολόγους ο χώρος αυτός, χωρίς να τον απασχολεί ιδιαίτερα μια ενδεχόμενη δέσμευση του πατρογονικού του κτήματος «στου Πασκάμπα», ένας φόβος που πλανάται συνήθως στον απλό λαό όταν αναφέρεται σε τέτοιες περιπτώσεις. Φωτογραφίες από τα αρχαία αυτά ευρήματα «δίωτο αγγείο» και «όστρακα», δημοσίευσε ο αείμνηστος Τάσος Γριτσόπουλος, κορυφαίος ιστορικός της περιοχής, μέσα στη μελέτη του με τίτλο «Χωρογραφικές και ιστορικές αναζητήσεις στην Χαράδρα του Λουσίου», που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Γορτυνιακά» τόμος Δ΄, Αθήναι 2007, σσ. 1-96 που εκδίδει η δημόσια Βιβλιοθήκη της Σχολής Δημητσάνης. Οι φωτογραφίες αυτές δημοσιεύτηκαν στις σελίδες 23 και 26. Μέχρι να λάβουμε την επίσημη εκτίμηση της αρμόδιας αρχαιολογικής υπηρεσίας, είναι αδύνατο να προσδιορίσουμε τη χρονική περίοδο μέσα στην οποία ανήκουν τα ευρήματα αυτά. Συζητώντας το θέμα αυτό με τον Τ. Γριτσόπουλο, που είχε στα χέρια του τις φωτογραφίες του Παναγιώτη Χριστοδουλόπουλου, του αγγείου και των οστράκων, μας είπε ότι από τις φωτογραφίες είναι δύσκολο να επιχειρηθεί μια τέτοια χρονολογική προσέγγιση. Εξέφρασε πάντως την άποψη ότι τα ευρήματα είναι όντως αρχαία, και ότι είναι αδύνατο να λεχθεί με βεβαιότητα αν αυτά ανήκουν στην Κλασική Εποχή (478-323 π.Χ.), στους Γεωμετρικούς Χρόνους (11ος-8ος αιώνας π.Χ.), ή ακόμη παλαιότερα στην Υστεροελλαδική Εποχή (1600-1100 π.Χ.), περίοδο κατά την οποία άκμασε ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός. Από όλα αυτά γίνεται πλέον φανερό ότι στην περιοχή του χωριού, υπάρχουν ιστορικά τεκμήρια που μας δείχνουν ότι υπήρχε κατοίκηση του χώρου αυτού από τα αρχαία χρόνια. Σχετικά με την αρχική κατοίκηση του χωριού, ο Τ. Γριτσόπουλος μέσα στην προαναφερόμενη μελέτη του (σελίδα 16-17), εκφράζει την άποψη ότι είναι πιθανό, ο Μάρκος να κατοίκησε στην περιοχή του έρημου αρχαίου πολίσματο Βουφαγίου. Συγκεκριμένα γράφει: «…Το χωρίον Μάρκου, με σοβαρές αρχαιολογικές αποδείξεις, δυνατόν να κατέχει τη θέση της πόλεως Βουφάγιον…». Για το θέμα αυτό, εμείς από την πλευρά μας οφείλουμε να σημειώσουμε τα ακόλουθα. Όλοι οι ιστορικοί που έχουν ασχοληθεί με το θέμα αυτό και έχουν ερευνήσει τη θέση της αρχαίας πόλης Βουφάγιον, την οποία μας παραδίδει ο αρχαίος περιηγητής Παυσανίας, έχουν προτάξει κάποιες πιθανές περιοχές. Κανένας όμως δεν έχει αναφερθεί την περιοχή του Μάρκου, παρά μόνο ο Τ. Γριτσόπουλος. Η ανυπαρξία ισχυρών τεκμηρίων όπως είναι τα ερείπια αρχαίων κτισμάτων κυρίως, ή μια συλλογή από άλλα συγκεκριμένα αρχαιολογικά ευρήματα από το χώρο αυτό, δεν μας βρίσκει σύμφωνους με την προτεινόμενη άποψη. Την άποψή μας αυτή, τη θέσαμε υπόψη του Τ. Γριτσόπουλου δύο φορές. Την πρώτη, όταν το καλοκαίρι του έτους 2007 επισκεφτήκαμε μαζί όλες τις περιοχές γύρω από το Φαράγγι του Λούσιου ποταμού μέχρι και του Κοκκορά, περιοχές τις οποίες παρουσιάζει μέσα στη μελέτη του, και τη δεύτερη φορά, όταν την ίδια χρονική περίοδο μας έδωσε και διαβάσαμε τη μελέτη του λίγους μήνες πριν από τη δημοσίευσή της, ζητώντας μας να του δώσουμε τις απόψεις και τις παρατηρήσεις μας.
Πληθυσμιακά
Κατά την απογραφή πληθυσμού του έτους 1700, που πραγματοποίησαν οι Βενετοί κατακτητές (1685-1715) στην περιοχή, και είναι γνωστή ως απογραφή του Βενετού προνοητή Francesco Grimani, του Μάρκου είχε 19 οικογένειες με συνολικό πληθυσμό 110 άτομα, ενώ κατά την ίδια απογραφή, οι εκκλησίες Τιμίου Προδρόμου και Παναγίας του χωριού, είχαν στην ιδιοκτησία τους αρκετά στρέμματα γης.
Από τις διάφoρες απoγραφές γνωρίζουμε ότι τo έτoς 1700 τoυ Μάρκoυ είχε πληθυσμό 110 άτoμα, τo 1815 είχε 40 οικογένειες (περίπου 200 άτομα), τo 1829 είχε 78 άτομα, τo 1849 119, τo 1851 131, τo 1861 148, τo 1879 176, το 1889 202, το 1896 185, το 1907 165, το 1920 203, το 1928 196, το 1940 161, το 1951 102, το 1961 90, το 1971 44, το 1981 31, το 1991 52, το 2001 77, και στην απογραφή του 2011 απογράφηκαν στο χωριό 19 άτομα. Στην τελευταία εικοσαετία του αιώνα που πέρασε, στο χωριό χτίστηκαν δέκα πέvτε vέα σπίτια, τα παλιά επισκευάστηκαν και αvακαιvίστηκαν στo σύvoλό τoυς, εvώ τo εvδιαφέρov της αvoικoδόμησης απoτελεί τηv κρυφή ελπίδα κάθε ξεvιτεμέvoυ Μαρκιώτη.
Σημεριvές ασχoλίες τoυ λιγοστού εργατικoύ δυvαμικoύ τωv μovίμωv κατoίκωv τoυ, είvαι κυρίως η κτηvoτρoφία και ελάχιστα η γεωργία. Τα τελευταία χρόνια τoυ Μάρκoυ έχει 20 περίπου μόvιμoυς κατoίκoυς, εvώ από τηv άvoιξη μέχρι και τo φθιvόπωρo o αριθμός αυτός αυξάvεται σημαvτικά. Κάθε καλοκαίρι αποτελεί παραθεριστικό κέvτρo τωv Μαρκιωτώv. Μεγάλη ζωvτάvια γvωρίζει τo χωριό, στo παvηγύρι τoυ Αγίoυ Iωάvvoυ Πρoδρόμoυ στις 29 Αυγoύστoυ κάθε χρόνου που διοργανώνει με μεγάλη επιτυχία ο Σύλλογος των Μαρκιωτών. Στο κέντρο του χωριού και σε αμφιθεατρικό σημείο, λειτουργούν ενοικιαζόμενα δωμάτια και ταβέρνα.
Κείμενο: Γεώργιος Παν. Θεοχάρης
Βιβλιογραφία:
Ιωάννας Κ. Γιανναροπούλου
– Ποικίλα σημειώματα εκ Γορτυνιακών κτητορικών κωδίκων, Α’ Κώδιξ Μονής Αιμυαλών (υπ αριθ. 146), «Γορτυνιακά», έκδοση της Δημόσιας Βιβλιοθήκης της Σχολής Δημητσάνης, τ. Α΄, Αθήναι 1972, σσ. 303-390.
– Δέσμη δικαιοπρακτικών εγγράφων (1611-1834) από την Βιβλιοθήκη της Δημητσάνας, «Γορτυνιακά», έκδοση της Δημόσιας Βιβλιοθήκης της Σχολής Δημητσάνης, τ. Δ΄, Αθήναι 2007, σσ. 193-240.
Τάσoυ Αθ. Γριτσόπoυλoυ
– Μονή Φιλοσόφου, εν Αθήναις 1960.
– Πωλητήρια και άλλα έγγραφα της παρά την Δημητσάναν Μονής του Φιλοσόφου (1626-1787), ανάτυπον εκ της Επετηρίδος του Αρχείου της Iστορίας του Ελληνικού Δικαίου της Ακαδημίας Αθηνών, τεύχος 3, 1950.
-Σύμμεικτα Αρκαδικά, ΙΙ. Δικαιοπρακτικά έγγραφα Μονής Προδρόμου, «Γορτυνιακά», έκδοση της Δημόσιας Βιβλιοθήκης της Σχολής Δημητσάνης, τ. Α, Αθήναι 1972, σσ. 164-226.
– Οι Ναοί της Δημητσάνης, ανάτυπο από το Αρχείον Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου, τ. Θ΄, Εν Αθήναις 1954, σσ. 1-60.
– Η Παρά την Δημητσάναν Μονή Παναγίας της Αιμυαλούς, εν Αθήναις 1947.
– Χωρογραφικές και ιστορικές αναζητήσεις στην Χαράδρα του Λουσίου, «Γορτυνιακά» έκδοση της Δημόσιας Βιβλιοθήκης της Σχολής Δημητσάνης, τ. Δ΄, Αθήναι 2007, σσ 1-96.
Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος
-Βιβλία πραγματικού πληθυσμού των απογραφών 1889, 1907, 1920, 1928, 1940, 1951, 1961, 1971, 1981 και 1991.
Γεωργίου Παναγ. Θεοχάρη
– Μονή Φιλοσόφου – Κρυφό Σχολειό, «Η Αρχόντισσα του Φαραγγιού του Λούσιου Ποταμού και ο Τόπος της», Ιστορικός και Περιηγητικός Οδηγός, Έκδοση: Ιερά Μονή Φιλοσόφου, Αθήνα 2000. ISBN 960 – 86592 – 0 – 5.
-Τα τοπωνύμια του χωριού Μάρκου Γορτυνίας, «Γορτυνιακά», έκδοση της Δημόσιας Βιβλιοθήκης της Σχολής Δημητσάνας, τ. Δ΄, Αθήναι 2007, σσ. 171-192.
Γεωργίoυ I. Καρβελά
– Η Δημητσάνα και τα τέκνα αυτής, Iστορία της Δημητσάνης, τ. Β’, I. Τα τέκνα της Δημητσάνης, II. Η αγροτική περιοχή της Δημητσάνης, επιμέλεια της εκδόσεως και προσθήκαι Iωάν. Αθ. Κουτσούκου, εκδ. Αδελφότης Δημητσανιτών «Γρηγόριος Ε΄», Αθήναι 1978.
Βασίλη Παvαγιωτόπoυλoυ
– Πληθυσμός και Οικισμοί της Πελοποννήσου 13oς-18oς αιώνας, Ανατύπωση εκδ, Ιστορικό Αρχείο Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 1987.
Νικ. Δ. Παπαχατζή
-Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις, βιβλ. 7 & 8 Αχαϊκά και Αρκαδικά, εκδ. Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε. Αθήνα 1980.
Μιχαήλ Χουλιαράκη
-Γεωγραφική, Διοικητική και Πληθυσμιακή Εξέλιξις της Ελλάδος, 1821-1971, έκδοση Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, τ. Α΄, μέρη Ι & ΙΙ, Αθήναι 1973 & 1974, τ. Β΄ & Γ΄, Αθήναι 1975 & 1976.
Levent Kayapinar
-«Η Δημογραφική Δομή της Δημητσάνας Σύμφωνα με τα Οθωμανικά Αρχεία», (της περιόδου 1461 έως 1574), σε μετάφραση του Δρ. Ηρακλή Μήλλα, που δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική διεύθυνση www.arcadians.gr, στο πρώτο παγκόσμιο διαδικτυακό Παναρκαδικό συνέδριο 10 Νοεμβρίου 2005 – 10 Απριλίου 2006.